white lead - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

white lead - translation to ελληνικό


white lead         
  • Can of ''Dutch Boy Paint'', consisting of basic lead carbonate and [[linseed oil]]
  • Vasa]], with white lead second from left, bottom shelf
CHEMICAL COMPOUND
White Lead; Whitelead; White-lead; Basic lead carbonate; C2H2O8Pb3; Hydrocerussite
λευκό μόλυβδου, ανθρακικός μόλυβδος
red lead         
  • Minium from a mine fire at [[Broken Hill]], [[Australia]]
CHEMICAL COMPOUND
Red Lead; Red-lead; Red lead; Pb3O4; Lead tetraoxide; Read lad; Lead orthoplumbate; Lead oxide red; Trilead tetroxide; Trilead tetraoxide; Lead tetroxide; Triplumbic tetroxide
μίνιο, ερυθρό οξείδιο μολύβδου
off white         
  • A slab of [[alabaster]]
  • A beige cat
  • A carving in [[ivory]]
  • A glass of [[champagne]]
  • Cornsilk]]
  • Cranial bones
  • A patch of [[flax]] in [[Poland]]
  • Broken egg shells
  • Flag of the [[Navajo Nation]]
  • goatskin]]
  • [[Seashell]] in the sand
  • Snow in [[Bulgaria]]
  • Strawberries]] with [[cream]]
  • Talcum or [[baby powder]]
  • [[Vanilla]] orchid
  • [[Vanilla]] [[ice cream]]
RANGE OF COLOR SHADES
Linen (color); Antique white; Antique White; Old lace (color); Whitish; Whiteish; Ghost white; Ghost White; Old Lace (color); Off white (colors); Off white (color); Off white; Off-white; Shades of White; Cornsilk (color); Bone (color); Variations of white; White smoke (colour); White smoke (color); Varieties of white; Floral white; Snow (color); Offwhite; Off-White; Parchment (color)
ξεθωριασμένος

Ορισμός

white lead
¦ noun a white pigment consisting of a mixture of lead carbonate and lead hydroxide.

Βικιπαίδεια

White lead
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για white lead
1. His maintenance plan called for filling them with white lead, linseed oil and granite dust.
2. Borglum‘s maintenance plan called for filling the cracks with a mixture of white lead, linseed oil and granite dust.
3. The court extended the risk contribution theory‘‘ to the manufacturers of white lead carbonate, a pigment once commonly used in lead paint.